- πολυτραβώ
- πολυτραβώάω μετ. см. πολυτεντώνω
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πολυτραβώ — άω, Ν τραβώ κάτι πολύ περισσότερο από τον βαθμό αντοχής του («μην πολυτραβάς το σχοινί» μην εξωθείς την κατάσταση στα άκρα, μην φτάνεις σε υπερβολές, παροιμ. φρ.) … Dictionary of Greek